- τετράχωρος
- -ον, Α(ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεά-χωρος].
Dictionary of Greek. 2013.